- συνδιακόπτω
- Απαθ. συνδιακόπτομαιδιακόπτομαι, διασχίζομαι μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + διακόπτω «κόβω σε δύο μέρη, διασπώ, διατρυπώ»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κόπτω — (ΑM κόπτω) κόβω*. [ΕΤΥΜΟΛ. Η αναγωγή τού κόπτω σε ΙΕ ρίζα *skep / *skop / *skap «χωρίζω με κοφτερό αντικείμενο» (στην οποία ανήκουν τα σκάπτω, σκέπαρνος, κ.ά.) δεν μπορεί να απορριφθεί, αλλά ούτε και να αποδειχθεί.Το κόπτω είναι αντίστοιχο τού… … Dictionary of Greek